τροχίζω

τροχίζω
ΝΜΑ, και τρουχίζω και τροχάω Ν
νεοελλ.
1. ακονίζω κοπτικό εργαλείο, μαχαίρι ή ψαλίδι, με τον ακονιστικό τροχό ή με την ακόνη («παν' να τροχίσουν τα σπαθιά, να πλύνουν τα τουφέκια», δημ. τραγούδι)
2. ιατρ. καθαρίζω και λειαίνω δόντι με τον τροχό
3. μτφ. εξασκώ κάποιον ή κάτι, τόν κάνω ικανό («το μυαλό του δεν τροχίζεται εύκολα»)
αρχ.
1. δένω κάποιον στον τροχό, τόν βασανίζω
2. παρασύρω κάποιον με τον τροχό και τού προκαλώ σωματικές κακώσεις, τόν τσαλαπατώ
3. βάζω ρόδες, εφοδιάζω με τροχούς
4. παθ. τροχίζομαι
α) βασανίζομαι, υφίσταμαι σωματικά βασανιστήρια στον τροχό
β) συνεκδ. ταλαιπωρούμαι πολύ
γ) γυρίζω και κυλώ σαν ρόδα, περιστρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος. Ο νεοελλ. τ. τροχάω, κατά τα νεοασυναίρετα (πρβλ. σφυράω: σφυρίζω), ενώ ο τ. τρουχίζω με κώφωση (πρβλ. κουδούνι: κώδων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τροχίζω — τροχίζω, τρόχισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τροχίζω — τρόχισα, τροχίστηκα, τροχισμένος και τροχάω 1. ακονίζω κάτι σε ακονιστικό τροχό ή σε ακόνι: Τροχίζει τα ξυράφια του κουρέα. 2. μτφ., εξασκώ, κάνω κάποιον ή κάτι ικανό: Με το διάβασμα τρόχισε τη μνήμη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροχιεῖ — τροχίζω break on the wheel fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) τροχίζω break on the wheel fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιζομένων — τροχίζω break on the wheel pres part mp fem gen pl τροχίζω break on the wheel pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιζόμενον — τροχίζω break on the wheel pres part mp masc acc sg τροχίζω break on the wheel pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιζόντων — τροχίζω break on the wheel pres part act masc/neut gen pl τροχίζω break on the wheel pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετροχισμένοι — τροχίζω break on the wheel perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιζομένους — τροχίζω break on the wheel pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιζόμενοι — τροχίζω break on the wheel pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιζόμενος — τροχίζω break on the wheel pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”